ωοθυλάκιο

ωοθυλάκιο
το
στην ανατομία, καθένα από τα μικρά κυστίδια της ωοθήκης που περιέχουν τα ωάρια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωοθυλάκιο — το, Ν ανατ. σφαιροειδής και, στη συνέχεια, κυστεοειδής κυτταρικός σχηματισμός τής ωοθήκης, που περιέχει ένα ωάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + θυλάκιο. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. follicule ovarien] …   Dictionary of Greek

  • ωοθήκη — Ο γεννητικός αδένας της γυναίκας. Υπάρχουν δύο ω. οι οποίες βρίσκονται στην ελάσσονα πύελο συμμετρικά τοποθετημένες στα πλάγια της μήτρας· στην ενήλικη γυναίκα η ω. έχει περίπου το σχήμα και το μέγεθος αμυγδάλου, μήκους 4 εκ., πλάτους 3 εκ. και… …   Dictionary of Greek

  • εμμηνορρυσία — Φυσιολογική περιοδική λειτουργία της γυναίκας, που παρατηρείται κατά την περίοδο της γεννητικής της δραστηριότητας, από την ήβη έως την εμμηνόπαυση, όταν δεν υπάρχει κύηση. Το κύριο εξωτερικό σύμπτωμα είναι η ροή άπηκτου αίματος μαζί με στοιχεία… …   Dictionary of Greek

  • πρωταρχικός — ή, ό, Ν 1. ο πρώτος και αρχικός, πρώτος πρώτος, πρώτιστος («πρωταρχικό σου καθήκον είναι να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου απέναντί του») 2. βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός («η συμμετοχή του στο συμβούλιο είναι πρωταρχικής σημασίας») 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • πρωτογενής — Ζωγράφος και γλύπτης που έζησε στο τέλος του 4ου αι. π.Χ. Ο Πλίνιος τον αναφέρει ως σύγχρονο του Απελλή και του Αριστείδη. Καταγόταν από φτωχή ροδιακή οικογένεια και γεννήθηκε στην Καύνο της Καρίας. Εργάστηκε τόσο στη Ρόδο, όσο και στην Αθήνα. Ο… …   Dictionary of Greek

  • ωοθυλακίνη — Mε την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται η ορμόνη, η οποία αποτελεί δραστικό στοιχείο του ωοθυλακίου. Εξάλλου η ω. εκκρίνεται σε μικρή ποσότητα και από τον φλοιό των επινεφριδίων. Σήμερα υπάρχουν πολλές συνθετικές ουσίες, που έχουν την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • ωοθυλακιορρηξία — η, Ν ανατ. εξωκρινής λειτουργία τής ωοθήκης, που καταλήγει στην περιοδική ελευθέρωση ενός ωαρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωοθυλάκιο + ρρηξία (< ρήξη + ία)] …   Dictionary of Greek

  • ωχρός — ή, ό / ὠχρός, ά, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει το χρώμα τής ώχρας, υποκίτρινος (α. «ωχρή όψη» β. «αἰσχυνθεὶς γὰρ τις, ἐρυθρὸς ἐγένετο και φοβηθείς,ὠχρός», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. α) (για πρόσ.) χλομός, ασθενικός β) ασαφής, αμυδρός, άτονος («ωχρή… …   Dictionary of Greek

  • ωάριο — Ο ώριμος, και έτοιμος να γονιμοποιηθεί, θηλυκός γαμέτης των ζώων. Το ω. περικλείει πολλές θρεπτικές παρακαταθήκες, είναι όμως φτωχό σε μεταχόνδρια. Ο πυρήνας του βρίσκεται κοντά στον κυτταρικό υμένα. Το ω. της γυναίκας προέρχεται από τη φλοιώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”